- Μορμόνος
- οσυν. στον πληθ. οι Μορμόνοιοι πιστοί τής θρησκευτικής κίνησης τού μορμονισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < Μormon, όν. φανταστικού προφήτη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μορμόνος — μορμώ she monster fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek